στυγνοπρόσωπος

στυγνοπρόσωπος
-ον, Α
κατηφής και μελαγχολικός στην όψη, σκυθρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο-πρόσωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”